αποφυάς

αποφυάς
ἀποφυάς, η (Α) [φύω]
1. απόφυση
2. διακλάδωση φλέβας ή άρτηρίας
3. αγκάθι της ουράς του μυθικού θηρίου μαρτιχόρα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀποφυάδας — ἀποφυάς appendage fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποφυάδες — ἀποφυάς appendage fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όσφρηση — Αίσθηση της αντίληψης, των οσμών. Το ειδικό σύστημα υποδοχής των ερεθισμάτων εντοπίζεται στο ψηλότερο μέρος των ρινικών κοιλοτήτων όπου ο βλεννογόνος (οσφρητικός βλεννογόνος) περιλαμβάνει ειδικά επιμήκη νευρικά κύτταρα με δύο αποφυάδες· η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”